παρεντίθημι

παρεντίθημι
παρά-ἐντίθημι
put in
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεντίθημι — ΝΑ [εντίθημι] παθ. παρεντίθεμαι τίθεμαι ανάμεσα, παρεμβάλλομαι αρχ. 1. βάζω ανάμεσα, παρεμβάλλω 2. εισάγω, παρεισάγω 3. καταχωρίζω 4. στρ. τοποθετώ και άλλους άνδρες στις τάξεις τού στρατεύματος …   Dictionary of Greek

  • παρένθεση — η / παρένθεσις, εως, ή, ΝΜΑ [παρεντίθημι] 1. πλάγια ένθεση, παρεμβολή, αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε κάτι άλλο διακόπτοντας την συνέχεια ή την ενότητά του 2. (σε γραπτό ή προφορικό λόγο) επεξηγηματική λέξη ή φράση που παρεμβάλλεται στο κυρίως θέμα… …   Dictionary of Greek

  • παρένθετος — η, ο / παρένθετος, ον, ΝΜΑ [παρεντίθημι] παρεντιθέμενος, παρεβεβλημένος, εμβόλιμος, παρείσακτος νεοελλ. γραμμ. αυτός που είναι κλεισμένος μέσα στα δύο σημεία στίξης τής παρένθεσης. επίρρ... παρενθέτως Α παρενθετικώς, κατά τρόπο εμβόλιμο …   Dictionary of Greek

  • παρενθήκη — η, ΝΑ [παρεντίθημι] αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.) νεοελλ. ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”